Τροχίλου

Τροχίλου
Τροχίλος
Egyptian plover
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχίλου — τροχίλος Egyptian plover masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενώτιον — το (AM ἐνώτιον) κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκι («ἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κόρυθος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πάρη και της Οινόης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της, τον έστειλε να κατακτήσει την Ελένη. Εκείνη υπέκυψε στη γοητεία του και ο Πάρης τον δολοφόνησε. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πολυκάρυο — το, Ν ναυτ. τρόχιλος γύρω από τον οποίο περιστρέφονται πολλά κάρυα, πολλοί τροχίσκοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάρυο «περιστρεφόμενος τροχίσκος τού τροχίλου»] …   Dictionary of Greek

  • σκάτσα — η, Ν ναυτ. α) τόρμος, το κοίλωμα εντορμίας β) οπή τροχίλου γ) οπή μέσα στην οποία σφηνώνεται, εφαρμόζεται μια δοκός, όπως η δοκός τού εργάτη ή ακόμη και ο ιστός τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ταμπάνι — το, Ν 1. το πέλμα τού ποδιού, η πατούσα 2. μεγάλη ξύλινη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται άλλες μικρότερες 3. ξύλινο δάπεδο δωματίου 4. (ναυτ. τεχνολ.) η πλήμνη τροχίλου ή τροχού 5. μτφ. επίπληξη («άσε πρώτα να γυρίσει και θα τού δώσω ένα γερό… …   Dictionary of Greek

  • Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”